- ψυλλιάζω
- Ν [ψύλλος]1. (αμτβ.) γεμίζω ψύλλους2. (μτβ.) μεταδίδω ψύλλους σε άλλον3. μέσ. ψυλλιάζομαιυποψιάζομαι («ψυλλιάστηκα ότι θα μού φάει τα χρήματα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυλλιάζω — ψύλλιασα, ψυλλιάστηκα, ψυλλιασμένος 1. γεμίζω ψύλλους. 2. μεταδίδω ψύλλους σ άλλους. 3. υποψιάζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψύλλιασμα — το, Ν [ψυλλιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού ψυλλιάζω 2. μτφ. υποψία … Dictionary of Greek
ψύλλιασμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ψυλλιάζω, η απόκτηση ψύλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)